ταράξιππος

ταράξιππος
Μυθολογικό δαιμόνιο της Ολυμπίας, που όπως πιστευόταν κατοικούσε σε χωμάτινο βωμό προς την έξοδο του ιπποδρόμου. Για να τον εξευμενίσουν οι ηνίοχοι του προσέφεραν θυσίες. Πολλοί υποστήριζαν ότι ο Τ. ήταν το πνεύμα του Ωλένιου ή του Δαμέωνα, που σκοτώθηκε στο σημείο όπου βρισκόταν ο βωμός από τον Κτεάτη, γιο του Άκτορα. Στην Κόρινθο ο Τ. ταυτιζόταν με τον Γλαύκο, γιο του Σίσυφου, ο οποίος σκοτώθηκε από τα άλογά του, στους αγώνες που διοργάνωσε ο Άκαστος για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του Πελία.
* * *
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που ταράζει, που φοβίζει τα άλογα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ταράξιππος
μυθ. δαίμονας στην Ολυμπία και στον Ισθμό τής Κορίνθου για τον οποίο υπήρχε η παράδοση ότι ήταν φόβητρο τών αλόγων
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταράξιππος
ονομασία βωμού στον ιππόδρομο τής Ολυμπίας στον οποίο θυσίαζαν οι ηνίοχοι για να εξευμενίσουν τον ομώνυμο θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- τού ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + ἵππος (πρβλ. πλήξιππος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ταράξιππος — troubling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξιππος — troubling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταράξιππον — ταράξιππος troubling masc/fem acc sg ταράξιππος troubling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТАРАКСИПП —    • Ταράξιππος,          собственно пугающий лошадей. Так назывался круглый алтарь в ристалище олимпийском, стоявший в том месте, где лошади особенно пугались. В лице Т., пугавшего лошадей, олицетворяли дух Миртилла, Эномая, Алкафоя, Оления и др …   Реальный словарь классических древностей

  • Ταραξίπποιο — Ταράξιππος troubling masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίπποιο — ταράξιππος troubling masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταραξίππου — Ταράξιππος troubling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίππου — ταράξιππος troubling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταραξίππῳ — Ταράξιππος troubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραξίππῳ — ταράξιππος troubling masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”